- δυάκις
- δυάκις επίρρ. (Α)δύο φορές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυάκις — twice indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνίζηση — η / συνίζησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνιζάνω] γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ. β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων… … Dictionary of Greek